ἕβδομος

ἕβδομος
ἕβδομος , η, ον (Hom.+) seventh Jd 14; Rv 8:1; 10:7; 11:15; 16:17; 21:20; Hs 9, 1, 8; 9, 24, 1; hour (Polyaenus 8, 16, 1 ὥρα ἑβ.) J 4:52; day Ac 21:27 D; Hb 4:4b; B 15:3 and 5 (3 times Gen 2:2); month GJs 5:2 (deStrycker for ἑπτά; s. p. 206 of his text). ἡ ἑβδόμη (sc. ἡμέρα; cp. Antig. Car. 140; GDI 4705, 8 [Thera] ἐπάγεσθαι τὰν ἑβδόμαν of the celebration ‘of the seventh’; Bar 1:2; Ezk 30:20; Philo, Vit. Cont. 30; 32; Just., D 24, 1) Hb 4:4a. ἐν τῷ ἑβδόμῳ the seventh time 1 Cl 56:8 (Job 5:19).—DELG s.v. ἑπτά. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἕβδομος — seventh masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έβδομος — η, ο (AM ἕβδομος, η, ον) 1. αυτός που κατέχει τη θέση με τον αριθμό επτά 2. το ουδ. ως ουσ. το έβδομο(ν) ένα από τα επτά ίσα ή όμοια μέρη ενός συνόλου αρχ. 1. (ως απόλ.) επτά 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἕβδομον για έβδομη φορά 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • έβδομος — η, ο αριθμ. τακτ. 1. αυτός που έχει σε αριθμητική σειρά θέση με αριθμό 7. 2. το ουδ. ως ουσ., έβδομο το ένα από τα εφτά ίσα μέρη στα οποία διαιρείται κάτι, το 1/7 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σεπτέμβριος — Έβδομος μήνας του έτους (Σεπτέμβρης). Βλ. λ. Τρυγητής. * * * ο, ΝΜΑ, και Σεπτέμβρης και Σεπτέβρης και Στέμπρης Ν ο ένατος μήνας τού έτους τού νέου ημερολογίου, έβδομος κατά το αρχαίο ρωμαϊκό ημερολόγιο, ο οποίος είναι και ο πρώτος μήνας τού… …   Dictionary of Greek

  • ἑβδόμων — ἕβδομος seventh fem gen pl ἕβδομος seventh masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕβδομον — ἕβδομος seventh masc acc sg ἕβδομος seventh neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑβδόμαις — ἕβδομος seventh fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑβδόμη — ἕβδομος seventh fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑβδόμην — ἕβδομος seventh fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑβδόμης — ἕβδομος seventh fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑβδόμοις — ἕβδομος seventh masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”